Χατζηδάκης: Πρόεδρος στο σπίτι είναι ο γιος μου

Ο άλλοτε φανατικός εργένης Κωστής Χατζηδάκης έγινε μπαμπάς στα 52 του χρόνια και έχασε την προεδρία του σπιτιού του από τον «νεογέννητο πρόεδρο» και γιο του Γιάννη.

Ο πρώην υπουργός, βουλευτής της Β´ Αθηνών και αντιπρόεδρος της Ν.Δ. άλλαξε ρότα ζωής, υποκλίθηκε στο θαύμα της γέννησης και συνεχίζει να γράφει την πολιτική του ιστορία ως γονιός πια.

Ο συνεσταλμένος πολιτικός με τις μυλοποταμιώτικες κρητικές ρίζες, ο οποίος πέρασε από σπουδαία υπουργεία αφήνοντας το προσωπικό του αποτύπωμα, είναι ευαίσθητος πολύ αλλά συνάμα και λογικός. Ακούει κρητικά τραγούδια αλλά και Άλκηστη Πρωτοψάλτη, δεν πίνει, δεν καπνίζει, παίζει με τα κομπολόγια του και λατρεύει τα γλυκά και τις σοκολάτες γάλακτος.

Ο Κωστής Χατζηδάκης διαφορετικός, στην «Espresso» του Σαββατοκύριακου.

Ένας ορκισμένος εργένης έγινε σύζυγος και μπαμπάς. Κοσμογονικές οι αλλαγές;
Είναι μια καινούργια σελίδα στη ζωή. Ένα αίσθημα γλυκύτητας, πληρότητας και μια μεγάλη ευθύνη. Όλα ξεκινούν πια από την αρχή. Έγινα μπαμπάς στις 20 Δεκεμβρίου και μπήκαμε στο σπίτι παραμονή Χριστουγέννων, το μεσημέρι. Μας είπαν τα κάλαντα μερικές ώρες αφότου ο Γιάννης ήρθε στο σπίτι… Νιώθω ότι με τον ερχομό του παιδιού αισθάνεσαι ότι έχεις ένα αφεντικό στο σπίτι. Μόνο που είναι αφεντικό του γούστου σου. Ταυτόχρονα νιώθεις ότι επιστρέφεις στα παιδικά χρόνια και τα παιδικά τραγούδια που ξεχάσαμε. Οι γονείς μεγαλύτερης ηλικίας ίσως είναι πιο συνειδητοποιημένοι και γι’ αυτόν τον λόγο το παιδί είναι πιο πολύτιμο δώρο για αυτούς.

Τι έφερε στη ζωή σου το μωρό;
Στο μυαλό μου υπάρχει πάντα ένα χωριστό κουτί αφιερωμένο στο μικρό αφεντικό. Εγώ πλέον λέω ότι δεν είμαι αντιπρόεδρος μόνο στη Ν.Δ., έγινα αντιπρόεδρος και στο σπίτι μου, γιατί πρόεδρος είναι εκείνος.

Πώς είναι το ωράριό του, κοιμάσαι καθόλου;
Είναι ρυθμισμένο λίγο ανάποδα. Είναι ήσυχος τη μέρα, ενώ τα βράδια δεν είναι πάντα έτσι. Ωστόσο, είναι ένα ευχάριστο ξενύχτι. Το βάρος, φυσικά, πέφτει πάντα στη γυναίκα. Μη γελιόμαστε. Αλλά δεν θέλω να είμαι αμέτοχος. Ξυπνάω και βοηθάω με μεγάλη χαρά.

Γιατί Γιάννης;
Γιατί έτσι λεγόταν ο πατέρας μου και αυτή είναι η ελληνική και η κρητική παράδοση.

Την ώρα του τοκετού ήσουν κοντά στη γυναίκα σου;
Ναι, ήμουν μαζί της. Νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να το αντέξω, γιατί ο τοκετός κράτησε 25 ώρες. Η Πόπη δεν θέλησε να κάνει καισαρική. Ομως, ενώ αυτό ήταν από τη μια δυσκολία για την ίδια, από την άλλη ήταν και ένας τρόπος εξοικείωσης για μένα. Θα συνιστούσα στους πατεράδες, ακόμη και σε αυτούς που φοβούνται, να το δοκιμάσουν. Είναι το θαύμα της ζωής και της φύσης, που ξεδιπλώνεται μπροστά σου.

Ποιο ήταν το πρώτο συναίσθημα την ώρα της γέννας;
Κατά τη διάρκεια της γέννας το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν της έκπληξης και της προσπάθειας να συνειδητοποιηθεί αυτό το θαύμα.

Σου μοιάζει;
Αλλάζει κάθε μέρα η φυσιογνωμία του. Αλλά ανυπομονώ να μεγαλώσει, γιατί αυτήν την άδολη αγάπη που σου προσφέρουν τα παιδιά, όταν αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον κόσμο, δεν την αλλάζει τίποτε. Το ζω με τα ανίψια μου, τα παιδιά της αδελφής μου, που είναι δίδυμα εξίμισι χρόνων, αγόρι και κορίτσι. Ο Χρήστος και η Χρυσαθήνα.

Γεννήθηκε με μαλλάκια;
Με περισσότερα, πάντως, από ό, τι έχω εγώ.

Η έκφραση «ο γιος μου» τι σου λέει;
Και οι γιοι και οι κόρες έχουν τις χάρες τους. Λένε ότι τα κορίτσια πολλές φορές είναι πιο χαριτωμένα, αλλά εμείς οι Κρητικοί έχουμε μια ροπή στους γιους. Αυτό κληρονομείται χωρίς να το καταλάβουμε.

Δεν μπορώ να σε φανταστώ να τον νανουρίζεις και να του τραγουδάς. Γίνεται αυτό;
Κι όμως γίνεται. Και ξέρω όλα τα κλασικά ελληνικά τραγουδάκια. Από τη «Βαρκούλα του ψαρά» μέχρι «Του Μανώλη την ταβέρνα» και το «Μια ωραία πεταλούδα»…

Τι ξεχώρισες στην Πόπη Καλαϊτζή και τη διάλεξες για μάνα του παιδιού σου; Γιατί κι άλλες γυναίκες θα έχουν περάσει από τη ζωή σου…
Είδα ότι είχε μια σταθερότητα αισθημάτων απέναντί μου και έμεινε δίπλα μου σε δύσκολες στιγμές, από τη στιγμή που με χτύπησαν στο Σύνταγμα μέχρι τη στιγμή που πέθανε η μητέρα μου πέρυσι.
Γι’ αυτό και είμαστε συνεχώς μαζί τα τελευταία χρόνια.

Είχες ωραία παιδικά χρόνια εσύ;
Νομίζω ναι. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, γιατί είχα αγάπη στην οικογένειά μου. Δεν ήμουν σε σπίτι πάμπλουτων, αλλά μεγάλωσα καλά. Δυστυχώς έχασα τον πατέρα μου όταν ήμουν 29 χρόνων και τη μητέρα τώρα, στα 50. Όμως κι εγώ και η αδελφή μου, η Κατερίνα, που είναι μικρότερή μου, μεγαλώσαμε στην Κρήτη, περάσαμε και οι δύο στη Νομική Αθηνών, αλλά εγώ είχα έρωτα με την πολιτική από μικρός… Έτσι ακριβώς όπως σου προκύπτει να γίνεις αθλητής ή μουσικός από το σχολείο, έτσι κι εγώ είχα μια ροπή σε αυτό. Η πολιτική έχει πολλές πίκρες χωρίς καμιά αμφιβολία και στην Ελλάδα της κρίσης ακόμη μεγαλύτερες. Οι αποφάσεις που παίρνεις σε πολλές περιπτώσεις είναι σαν να έχεις να διαλέξεις το να κόψεις το χέρι σου ή το κεφάλι σου.

Ποια ήταν η δυσκολότερη πολιτική στιγμή σου;
Για μένα δυσκολότερη υπόθεση ήταν αυτή της Ολυμπιακής, γιατί είχα να κάνω με 8.000 ανθρώπινες ψυχές. Η απόφαση τότε δεν ήταν διαχειριστικού χαρακτήρα, κρινόταν εάν θα έχει δουλειά ο άλλος ή όχι. Είναι η αντίφαση που βιώνω μέσα μου κάθε μέρα. Εγώ στη σκέψη μου είμαι ορθολογιστής. Βλέπω τη ζημιά που μπορεί να έχει ο φορολογούμενος από το συγκεκριμένο θέμα και αυτό δεν μπορώ να το διαγράψω από το μυαλό μου με τίποτε. Την ίδια στιγμή όμως στην ψυχή μου δεν είμαι σκληρός.

Η ευαισθησία στην πολιτική είναι σωστό να υπάρχει;
Νομίζω ότι η ταινία «Λογική και ευαισθησία», ως τίτλος, θα πρέπει να μας συνοδεύει. Δεν γίνεται να προχωρήσεις με την αερολογία και την μπουρδολογία. Η λογική πρέπει να είναι σημαία μας, αλλά την ίδια στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποφασίζουμε για
ανθρώπινες ψυχές και όχι για έπιπλα και κομπιούτερ.

Πώς μπορείς και ισορροπείς ως προς το σωστό;
Οταν πάω να πάρω μια απόφαση, σκέφτομαι πάντοτε σε αυτά που λέω τι θα πει ο ανθοπώλης κάτω από το γραφείο, τι θα πει η κομμώτρια παραπέρα, τι θα πει ο σεκιούριτι απέναντι, ο υπάλληλος του πάρκινγκ δίπλα. Οχι γιατί θα ακολουθήσω οπωσδήποτε αυτό που θα πουν εκείνοι, αλλά γιατί θέλω να τεστάρω αυτά που λέμε, γι’ αυτό και κυκλοφορώ. Μεταξύ 2010 και 2012 υπήρξε μια περίοδος έντασης στη χώρα. Είχαν βγει όλα τα τζίνια από όλα τα μπουκάλια. Ευτυχώς, όμως, σταδιακά επιστρέφουμε σε μια κανονική καθημερινότητα και η δική μου έχει επαφές με φίλους, έχει πολύ περπάτημα, έχει ψώνια, έχει όλα αυτά που κάνει ο μέσος άνθρωπος.

Από την εικόνα σου δεν μπορώ να καταλάβω απόλυτα τι μουσική θα σου ταίριαζε. Σου πάει η κλασική, αλλά μήπως τα φαινόμενα απατούν;
Μου αρέσει το έντεχνο ελληνικό τραγούδι και τα ροκ. Και τα κρητικά όμως, γιατί αυτή ήταν η πρώτη μουσική που άκουσα. Αγαπώ τον Σαββόπουλο, τον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, τον Μάνο Χατζιδάκι -πώς θα μπορούσα, άλλωστε, να κάνω αλλιώς;-, ενώ ακούω πολύ Φοίβο Δεληβοριά και Κωστή Μαραβέγια. Τελευταία συναυλία που πήγα στη Χαλκιδική το καλοκαίρι ήταν Ξαρχάκος και Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Με τον Σταύρο ήμασταν μαζί στην Ευρωβουλή και την Άλκηστη την εκτιμώ πολύ.

 Έχεις ζήσει πολύ στο εξωτερικό. Σου πρόσφεραν κάτι αυτά τα χρόνια;
Είναι παράξενη η διαδρομή μου. Γεννήθηκα σε χωριό στην Κρήτη, στον Αϊ-Γιάννη Μυλοποτάμου, μετά σπούδασα στη Νομική Αθηνών, ύστερα έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στο Κεντ στην Αγγλία, και έζησα και 13 χρόνια στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο. Άρα όλα αυτά συνυπάρχουν και είναι κομμάτι της ζωής μου. Η ζωή μου στο εξωτερικό και στην Ευρωβουλή ήταν για μένα δύο τρία μεταπτυχιακά μαζί και είμαι ευγνώμων στους αρχηγούς της Ν.Δ. που κάποτε μου έδωσαν αυτή την ευκαιρία.

Ποια είναι τα μείον της προσωπικότητάς σου;
Από τη φύση μου είμαι αρκετά συνεσταλμένος και αυτό το έχω πληρώσει στην πολιτική, γιατί εκεί πρέπει να είσαι πιο κατηγορηματικός. Επίσης, μου καταλογίζω ότι σε κάποιες φάσεις της πολιτικής σταδιοδρομίας μου θα έπρεπε να είμαι πιο αποφασιστικός. Όμως όλα αυτά είναι διδάγματα για το μέλλον.

Με τον Μητσοτάκη η σχέση σου ποια είναι;
Τον ξέρω από παλιά, έχουμε παρόμοιες ιδέες και δεν είναι μυστικό ότι με είχε βοηθήσει με τον δικό του τρόπο στις εκλογές του 2007, όταν πρωτοκατέβηκα, και είναι κάτι που δεν το ξεχνάω. Η συνεργασία μας είναι πολύ καλή. Από εκεί και πέρα, είμαι στη θέση που είμαι για να λέω τη γνώμη μου με μετριοπάθεια και αξιοπρέπεια, χωρίς όμως να γίνομαι κόλακας, και αυτή είναι η προστιθέμενη αξία μου.

Βλέπω πολλά κομπολόγια στο γραφείο. Δωράκια;
Δεν πίνω, ίσως μια μπίρα ή ένα κρασάκι στο τόσο. Δεν καπνίζω, δεν ξενυχτάω, μόνο τώρα με τον Γιάννη, και ως εκ τούτου τι μου έχει μείνει; Το κομπολόι και τα γλυκά που μου αρέσουν και τα πληρώνω πανάκριβα, γιατί μετά πρέπει να κάνω δίαιτα κάθε τρεις και λίγο.

Είμαι κι εγώ… της σχολής των γλυκών και σε καταλαβαίνω. Εσύ τι προτιμάς;
Τα πάντα σε γλυκά, αλλά οι σοκολάτες γάλακτος είναι το καλύτερό μου.

Πηγή: Espesso

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top