Η αγωνία του Καζαντζάκη για το Μεγάλο Κάστρο

Ποιο ήταν το Μεγάλο Κάστρο, στο σημερινό Ηράκλειο, την εποχή του Νίκου Καζαντζάκη, δηλαδή το χρονικό διάστημα 1883-1957; Σ΄αυτό το ερώτημα φιλοδοξεί να δώσει απαντήσεις η “παράσταση εποχής”, που θα δοθεί το Σάββατο 21 Οκτωβρίου (21.00) στο κινηματοθέατρο “Αστόρια”, στο Ηράκλειο. Επιμέλεια παράστασης: Εργαστήρι Χορού “Χορόσπιτο”.

Πώς γλεντούσαν τότε οι Καστρινοί; Εκείνα τα χρόνια στα καντούνια του Μεγάλου Κάστρου, όπου ανακατεύονταν οι ζωές των χριστιανών αστών και των χωρικών, των Τουρκοκαστρινών, των Μικρασιατών και των ανθρώπων του περιθωρίου. Ευρωπαϊκοί χοροί στο ρυθμό του βιολιού, καντάδες με βιολιά και κιθάρες, καστρινός πηδηχτός, χασάπικο, ζεϊμπέκικο.

Για το Μεγάλο Κάστρο ο Νίκος Καζαντζάκης, ζώντας τότε στην Γαλλία, σε επιστολή του προς τον αδελφικό φίλο του Θρασύβουλο Μαρκίδη, εκφράζει την αγωνία του , όσον αφορά την διάσωση της πραγματικής Καστρινής ζωής, όπως και εκείνος την έζησε στα χρόνια της νιότης του. Γράφει, λοιπόν, ανάμεσα στ΄άλλα, στον Θρασύβουλο Μαρκίδη:

“Αγαπητέ φίλε,

Μεγάλη χαρά μούδωσε το γράμμα Σου, όλα τα χρόνια της ξενητιάς έσβυσαν, το Ηράκλειο, το δικό μας, ανέβηκε από τα βάθη του γκρεμού και ξαναγέμισαν οι Τρεις Καμάρες, το Μπεντενάκι και τα σοκάκια του, αγαπημένους , πεθαμένους, ανθρώπους.Όταν συλογίζουμαι πως όλα αφτά θα χαθούν, όταν χαθούμε, νιόθω μεγάλο βάρος στη συνείδησή μου. Πρέπει να βιαστούμε, αγαπητέ φίλε, να προλάβουμε να σώσουμε το Βουλιαγμένο Κάστρο, ό,τι μπορούμε. Να στρωθείς και του λόγου Σου κι ο Μαράντης κι ο Οδυσέας Θαλασσινός κι εγώ κι όσοι έχουνε ακόμη μνήμη και καρδιά, και να γράψεις, όχι συγγράψεις, ό,τι θυμάσαι και να ξέρεις, πως μόνο όσοι δεν έχουνε επάγγελμα συγγραφέα, αφτοί καλήτερα-δηλ. απλούστερα, χωρίς μπιχλιμπίδια και μαστοριές- είναι σε θέση να γράψουν κι”Άπομνημονεύματα”.

Είμαστε σαν τους δύτες, που κάνουν βουτιές στη θάλασσα και μάχουνται από μια παλιά βουλιαγμένη πολιτεία να ξαναφέρουν στο φως ένα αγγείο, ένα αγαλματάκι, μιαν επιγραφή. Πόσοι είναι ακόμη από τους παλιούς Καστρινούς, που θυμούνταi; Οι περισσότεροι πέθαναν, ξανάγιναν καστρινό χώμα και χαμομήλι, άλλοι κουτσοζούν μα δεν θυμούνται, ελάχιστοι ζουν και θυμούνται  και νιόθουν πως έχουν χρέος ν΄αναστήσουν την αγαπημένη πολιτεία. “Δε θέλω να πεθάνω, λέει ένας ισπανός ποιητής, δε θέλω να πεθάνω, για να μην πεθάνουν οι πεθαμένοί μου”.

“Από μια βουλιαγμένη πολιτεία”, τέτοιος μπορούσεν απανότιτλος στα χειρόγραφα που θα γραφούν. Απλά, σκορπιστά, όπως σου έρχονται στο νου-για ανθρώπους, για βεγγέρες, για γλέντια, για συνήθειες, ανέκδοτα, πειράγματα, παρατσούκλια, αντρειγιές, για Τούρκους και Χρισταινούς και για τη μεγάλη καμπάνα του αη Μηνά. Θυμάσαι όταν την ξεμπαρκάρισαν και την έστησαν οι Χριστιανοί, περνώντας το Βεζυρτσαρσι την Πλατειά Στράτα ίσα με τον αη Μηνά; Εγώ πολύ λίγα πράγματα μπόρεσα να σώσω στον “Καπετάν Μιχάλη”, πως να χωρέσουν όλα αυτά σ΄ένα βιβλίο;

Θαρώ τίποτε δεν αγαπώ στον κόσμο σαν την Κρήτη. Όταν  τη συλογίζουμαι,  ορκίζομαι μέσα μου να μην κάμω ποτέ μου μιαν πράξη ταπεινή για να μην την ντροπιάσω”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top