Η λέξη “κουργιαλός” στην κρητική διάλεκτο
κουργιαλός (ο) κουργιαλοί (οι) = ο μεγάλος χοχλιός της θάλασσας, που γίνεται και σάλπιγγα (βούκινο-τηλεβόας). Ν.Ε. κοχύλας ή κόχυλας (μτφ.) ο άνθρωπος με φαλακρό ή ξυρισμένο κεφάλι. ΕΤΥΜ. από το αρχ. κούρος=νέος+γιαλός, αρχ.αιγιαλός, κούρ(ος)+γιαλός-κούργιαλός