H λέξη “μαργώνω” στην κρητική διάλεκτο

μαργώνω (να/δα μαργώσω, εμάργωσα, μαργωμένος, μάργωμα)= 1) παύει να κυκλοφορεί το αίμα μου από το τσουχτερό κρύο, παγώνω, ξεπαγιάζω, κοκκαλιάζω, ξυλιάζω. 2) (μτφ.) μουδιάζω, διστάζω, δεν αποφασίζω.

Φρ. Ήθελα τ΄αμάξι μα εμάργωσα μος κι ήκουσα την τιμή.

ΕΤΥΜ.αρχ.μάργος=μανιακός, μωρός+ώνω, μάργ(ος)+ώνω-μαργώνω.

Αγάπησα ο άζουδος ένα κομμάτι χιόνι

να το φιλήσω δεν μπορώ, τ΄αχείλι μου μαργώνει. Μ.Α.Μ.

(Στειακό Λεξιλόγιο-Γιάννης Κριτσωτάκης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top