Η λέξη “ματσιπέτι” στην κρητική διάλεκτο

ματσιπέτι ή σεπέρι (το)=χαμηλό περιτείχισμα που προστίθεται στη χωμάτινη στέγη (δώμα) ή στην ταράτσα του σπιτιού, για να εμποδίζει τα νερά της βροχής να χύνονται στους τοίχους κι αναγκαστικά οδηγούνται στην υδρορροή (κουτσουνάρα). Στη δυτική Κρήτη λέγεται σμερούλι. Ν.Ε. παραπέτο, στηθαίο. ΕΤΥΜ. ιταλ. mezzo=μισός+petto-στήθος, μετσοπέτο-ματσιπέτο-ματσιπέτι (το σεπέρι είναι από το τούρ. siper=παραπέτο, γείσο)

Πρόβαλε στο παράθυρο κι εγώ στο ματσιπέτι

να μου πετάς βασιλικούς κι εγώ φιλιά στον μπέτη. Μ.Α.Μ.

( από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Ένα ακόμη δίστιχο για το ματσιπέτι:

Ο μακρυλαίμης πετεινός στο ματσιπέτι κράζει

και τα δικά του δε θωρεί κι άλλους καταδικάζει

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top