Πώς προέκυψε η λέξη “κεντανές”;

κεντανές (ο), κεντανέδες (οι)= το πράσο (κρόμμυον το πράσον). Μονοετές ή και διετές, όταν κόβεται και ανανεώνεται, ποώδες λαχανικό, συγγενές με το κρεμμύδι, με μακριά σπαθωτά φύλλα και βλαστό που μπορεί να φθάσει το ενάμιισι μέτρο με το ρουκάνι του καρπού.

ΕΤΥΜ.από το ιαπ.ken=ξίφος+τρανής-τρανές, κεν+τρανές-κεν+τ(ρ)ανές-κεντανές (λόγω ομοιότητας των φύλλων με το ξίφος).Φρ.Είντα ψήνεις και μυρίζει; Κεντανέ με κερεβίζι (σέλινο).

Από τον Γιάννη Κριτσωτάκη και το “Στειακό Λεξιλόγιο”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top