Η λέξη “παντήχνω” στην κρητική διάλεκτο
παντήχνω (να/δα παντήξω, επάντηξα. επάντηχνα, παντήχνοντας, παντηγμένος, πάντηγμα) =συναντώ τυχαία κάποιον ή κάτι, ανταμώνω, συναντώ, βλέπω μπροστά μου κάποιον ή κάτι. ΣΥΝ απαντώ, συναπαντήχνω (αίν.) στο δρόμο, εκειά που πήγαινα, μου πάντηξε μια πέρδικα, τα φτερά τζη ήτρωγα, το κορμί τζη πέταγα = το σταφύλι.
ΕΤΥΜ. από τον μέλλ. απαντήσω, του αρχ.απαντώ, παντήξω-παντήχνω.
Στη στράτα, προς τον ποταμό, μου ‘τονε παντηγμένη,
μια μαυροφόρα κοπελιά, στο δάκρυ βουτηγμένη. Μ.Α.Μ..
…Κι ο πρώτος που μου πάντηξε ήταν ο Άι Βασίλης
(Από τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς)
Από το Σητειακό λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη