Κωστής Φραγκούλης: Το βιβλίο “Κατσιφάρα”

Ο Κωστής Φραγκούλης, ο ποιητάρης με το ψευδώνυμο Ανταίος, είναι ένας μύθος για μας
τους κρητικούς. Τα «Δίφορά» του, Α και Β, είναι ορόσημο στην Κρητική Λογοτεχνία. Λάτρης
τους κι εγώ, αποφάσισα να μιλήσω γι’ αυτά στην Ένωση Γεραπετριτών. Η ομιλία μου έγινε
στις 5 του Μάρτη το 2002.
.
Με την πεζογραφία έχω πολύ καλύτερες σχέσεις από ό,τι με την ποίηση, έτσι αποφάσισα
να διαβάσω και το πεζογραφικό του έργο. Αυτό είναι τέσσερις συλλογές διηγημάτων τις
οποίες ήθελα να τις παρουσιάσω όλες μαζί, ως το πεζογραφικό του έργο, όπως έκανα και
με τα «Δίφορα» για το ποιητικό. Βρήκα τις δύο, τις διάβασα, δυστυχώς δεν κατάφερα να
βρω τις άλλες δύο, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψω το σχέδιο. Ψάχνοντας όμως τώρα που
είμαι στην Κρήτη τη βιβλιοθήκη του φίλου μου του Γιώργη του Μανιαδάκη ανακάλυψα την
«Κατσιφάρα». Έίπα λοιπόν να την ξαναδιαβάσω και να γράψω γι’ αυτήν. Πηγαίνοντας στην
Αθήνα θα διαβάσω και την άλλη συλλογή, και τις άλλες δυο, αν και όποτε τις βρω.
Οπως τα «Δίφορα» έχουν το εφέ της δισημίας, το ίδιο και η «Κατσιφάρα». Για την
ακρίβεια εδώ έχουμε εφέ της τρισημίας. Κατσιφάρα είναι η καταχνιά, όμως εδώ έχει δυο
μεταφορικές σημασίες. Η μια είναι εικονιστική, η άλλη είναι νοητική. Η εικονιστική είναι η
παρομοίωση της σκοτεινιάς του ουρανού της Κρήτης από την πτώση των γερμανών
αλεξιπτωτιστών με την κατσιφάρα. Η νοητική είναι η σκοτεινιά που πλάκωσε την Κρήτη
μετά την κατάληψή της από τους ναζί και τους φασίστες, η καταπίεση, τα βασανιστήρια, οι
εκτελέσεις. Ομως εδώ ο Φραγκούλης μιλάει κυρίως για την εικονιστική.
Το πρώτο διήγημα αναφέρεται στον αντίχτυπο που είχε στους Θηβαίους η ηρωική
αντίσταση των κρητικών. Έκεί είχαν απομονώσει τους κρητικούς στρατιώτες οι γερμανοί,
δεν τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους όπως έκαναν με τους στρατιώτες
που ήσαν από άλλα μέρη, καθώς είχαν σχέδια για την Κρήτη. Οι Θηβαίοι, βλέποντας τον
ηρωικό αγώνα τον κρητικών, αντιμετώπιζαν με αγάπη και θαυμασμό τους κρήτες
φαντάρους που βρέθηκαν στον τόπο τους.
«- η Κρήτη παλεύει! -Η Κρήτη μάχεται!
Σηκώθηκε τότε μια φωνή από χιλιάδες στήθη. Κι οι πολίτες κι οι αγρότες κι οι ξωμάχοι,
κύτταζαν εμάς τους Κρητικούς κι έβγαζαν τα καπέλλα τους. Απλωναν τα χέρια και μας
άγγιζαν με περιέργεια, με σεβασμό να δουν αν είμαστε άνθρωποι σαν κι αυτούς. Μας
έσφιγγαν πιο ζεστά τώρα το χέρι από πριν και μας έλεγαν σιγανά: -Μπράβο σας Κρητικοί.
-Να ζήσ’ η Κρήτη!» (σελ. 10).
Στην αφηγηματική λογοτεχνία έχουμε ήρωες και αντιήρωες. Ομως για πρώτη φορά βλέπω
σε λογοτεχνικό έργο αντιήρωες που γίνονται ήρωες.
Ο «Κοκοβιός» είναι ένας κακομοίρης που τον αντιμετωπίζουν με ειρωνεία και εμπαιγμούς
οι χωριανοί του. Ομως ο έρωτάς του για μια χωριανή του τον κάνει ήρωα στο πεδίο της
μάχης, όταν τρέχει να της σώσει τη ζωή. Στο εξής θα πάψουν οι εμπαιγμοί και οι χωριανοί
του θα τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό.
Ο «Χαΐνης», ήταν «ένα κοντακινό και λιπόσαρκο ανθρωπάκι… Δεν τον έβανε λοιπόν,
σκόλη-καματερή το χωριό, παρά χαΐνευε χειμώνα – καλοκαίρι, πότε για ξύλα, πότε για
δίχταμο, πότε για χοχλιούς, πότε για θαλασσινά κι αγριοπερίστερα. Και τον έβγαλαν Χαΐνη»
(σελ. 37).
Αυτός λοιπόν ο Χαΐνης μαζί με ένα βοσκό προκάλεσαν μεγάλη ζημιά σε ένα απόσπασμα
ιταλών που μετά την απόβασή τους στη Σητεία κατευθύνονταν για τη Γεράπετρο. Με πιο
τρόπο; Ρίχνοντάς τους τεράστια βράχια από το στενό της Μαλαύρας.
«Οταν μετά λίγες μέρες ησύχασαν κάπως τα πράγματα και ο Χαΐνης γύρισε στο χωριό με
πληγωμένο το ένα χέρι και ξώπετσα στο πλευρό, με παντελόνι και πουκάμισο ξεσκισμένο,
πιο μαύρος και γανιασμένος απ’ ότι τον ήξαιραν, στεγνός σα λιόκαφτο χταπόδι και φάνηκε
στον καφενέ, οι χωριανοί που δεν ήξαιραν τίποτε για ό,τι έκαμε τον αναγέλασαν.
-Ο κόσμος χαλούσε, μωρέ Χαΐνη και συ γύριζες για έρωντα και πεταλίδες. Καλά να πάθεις.
Σε ποιον αχεργιώνα ήσουνα χωσμένος όντεν επερνούσανε οι ιταλοί και δεν εφάνηκες;
Έλεγεν ο καθένας το δικό του γιατί κανείς τους δεν ήξαιρε από πού ήταν οι πληγές ούτε
και πώς αυτός μαζί με τον φίλο του κύλησε τις πέτρες σαν τους Αβησσηνούς πού ’φεραν
τόσο χαλασμό και ταραχή στους φρατέλους» (σελ. 48-49)
.
Θυμήθηκα τώρα και την ταινία «Ηρωας κατά λάθος» με τον DusOn HoSmann, που έσωσε
τους επιβάτες ενός αεροπλάνου βγάζοντάς τους έξω πριν αυτό τυλιχθεί στις φλόγες, και
που μόνο μια δημοσιογράφος μάντεψε ότι αυτός ήταν ο σωτήρας τους. Και αυτός ήταν
επίσης περιθωριακός.
Και ο «Ατσέλεγας» ήταν ένας αντιήρωας που έγινε ήρωας. Με μια πέτρα σκοτώνει ένα
γερμανό αλεξιπτωτιστή, του παίρνει τον οπλισμό, ντύνεται με τη στολή του και επιστρέφει
θριαμβευτικά στο χωριό του. Ομως στο δρόμο τον βρίσκει μια αδέσποτη. Η αιμορραγία τον
εξαντλεί, τρεκλίζει. Έυτυχώς, γιατί οι χωριανοί του, παίρνοντάς τον για γερμανό ήταν
έτοιμοι να τον πυροβολήσουν, όμως βλέποντάς τον να παραπατεί δίσταζαν, μέχρι που
είδαν ότι ήταν ο Ατσέλεγας.
Στα «Κιάλια του σερτζέντε» δεν έχουμε ακριβώς τον αντιήρωα, αλλά ένα νεαρό που ήθελε
να σπρώξει στον γκρεμό τον σερτζέντε για να του πάρει τα κιάλια. Δεν πρόλαβε όμως, γιατί
η άκρη του βράχου όπου στεκόταν ο ιταλός υποχώρησε κάτω από τα πόδια του με
αποτέλεσμα να γκρεμοτσακισθεί.
Τί τα ήθελε τα κιάλια;
Να βλέπει την αγαπημένη του από μακριά. Οταν όμως την είδε με τον ταχυδρόμο και
κατάλαβε ότι τη φλέρταρε και αυτή ανταποκρινόταν, τον έπιασε η απελπισία. Έγκατέλειψε
κάθε ιδέα να την προσεγγίσει. Τρία χρόνια αργότερα θα τα πετάξει από το βράχο από όπου
είχε γκρεμιστεί ο σερτζέντες. Ο λόγος;
«Ίσως αν δεν ήταν αυτά, να την έπαιρνα την Αννίκα. Γιατί ο ταχυδρόμος, δεν την πήρε ούτ’
αυτός. Προτίμησε μια πρώτη ξαδέρφη της που την είχανε προξενήτρα. Τα κιάλια με είχαν
εκδικηθεί» (σελ. 81).
Αυτό είναι το διήγημα που μου άρεσε περισσότερο.
Στη «Μεγάλη μέρα» έχουμε το δράμα των φαντάρων που πολέμησαν στην Αλβανία και
των γυναικών που άφησαν πίσω τους.
Ο άντρας, τραυματισμένος, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους ιταλούς, δυο μέρες πριν την
κατάρρευση του μετώπου με την εισβολή των ναζί. Η γυναίκα του, έγκυος, αγωνιά μη
έχοντας νέα του. Ολοι πιστεύουν πως σκοτώθηκε στην Αλβανία.
Αυτός, επιστρέφοντας από την αιχμαλωσία, μαθαίνει ότι η γυναίκα του έκανε δίδυμα,
όμως πέθανε, προφανώς από τη στενοχώρια της καθώς τον νόμιζε νεκρό.
Το «Ουράνιο τόξο», το τελευταίο διήγημα της συλλογής, αναφέρεται στο δράμα των
ιταλών στρατιωτών που αιχμαλωτίσθηκαν από τους γερμανούς μετά την πτώση του
Μουσολίνι και την προσχώρηση της Ίταλίας στο πλευρό των συμμάχων. Οι κρητικοί τους
λυπήθηκαν και τους φίλευαν με διάφορα, ξεχνώντας ότι είχαν υποφέρει απ’ αυτούς, αν και,
είναι αλήθεια, πολύ λιγότερο από ότι απ’ τους γερμανούς. Η ιστορία είναι γνωστή, οι
γερμανοί τους έβαλαν σε ένα καράβι για να τους μεταφέρει τάχα στην Ίταλία και το
βούλιαξαν.
Πολύ ωραία τα διηγήματα στου Φραγκούλη, μόλις επιστρέψω στην Αθήνα θα διαβάσω
και τη δεύτερη συλλογή.
Αντί για αποσπάσματα θα παραθέσω τρεις λαϊκές ρήσεις.
«Οποιος κάνει το σταυρό του, άρματά ’χει στο πλευρό του» (σελ. 40)
«Ο τούρκος θέλει μπάλα» (σελ. 42).
«Πού ’χει τα θάρρη του στο Θιο, αδείπνητος δεν θέτει» (σελ. 84)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top