Έτσι έφτασα στην Κρήτη τον Απρίλη του 1941

Ο Γιώργος Γκόγκας ανάμεσα σε δυο μεγάλους της κρητικής μουσικής, τον Κώστα Μουντάκη και τον Στέλιο Φουσταλιεράκη. Είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του, στους Αμπελοκήπους, στην Αθήνα, όλους σχεδόν τους σπουδαίους Κρήτες καλλιτέχνες της εποχής του και είχε ηχογραφήσει μαζί τους αμέτρητα τραγούδια με κρητική μουσική. Μετά την κατοχή διατηρούσε στην Αθήνα κατάστημα με ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη.

Ο Γιώργος Γκόγκας, Κρητικός από τη μητέρα του (το γένος Τσαχάκη), έλαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης με την ομάδα του Πετρακογιώργη, συνελήφθη από τους Γερμανούς και για έξι μήνες βρέθηκε στις φυλακές της Φορτέτζας, στο Ρέθυμνο, και της Αγιάς, στα Χανιά. Αλλά και μετά την αποφυλάκισή του συνέχισε την αντίσταση κατά των Γερμανών κι έλαβε μέρος, στη μεταφορά του στρατηγού Κράιπε. Πώς, όμως, ο 18χρονος τότε-το 1941- και αθηνοαναθρεμένος Γιώργος Γκόγκας κατόρθωσε, κάτω από συνθήκες πολέμου και με τα γερμανικά αεροπλάνα να ελέγχουν πάνω από την ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιά-Κρήτης, να φτάσει στα Χανιά; Σε κείμενο, που δημοσιεύθηκε τον Μάη του 2005 στην εφημερίδα Κρητικά Επίκαιρα, αναφέρει:

Τον Απρίλη του 1941 ήμουνα 18 χρονών. Ο πατέρας μου Πελοποννήσιος, η μητέρα μου Κρητικιά, από την Επαρχία Αμαρίου, το χωριό Χορδάκι, το γένος Τσαχάκη.

Γεννήθηκα, λοιπόν, στην Αθήνα, ζούσα στην Αθήνα, μεγάλωνα στην Αθήνα, στους Αμπελοκήπους. Είχα ένα μπάρμπα που τον έλεγαν Γιώργο Λινοξυλάκη, τον πατέρα του Κώστα Λινοξυλάκη, του ποδοσφαιρική.

Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου του 1941 τρεις-τέσσερις μέρες πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, ήλθε στο σπίτι μας να δει τον πατέρα μου. Του λέει Λεωνίδα ήλθα να σε δω. Όλοι, βέβαια, λόγω των Γερμανών ήμασταν στενοχωρημένοι. Του λέει ο πατέρας μου “κάτσε να φάμε”, ήτανε μεσημέρι. Κάθησε, φάγαμε όλοι μαζί. Ξαφνικά ο Γιώργος Λινοξυλάκης λέει στον πατέρα μου: “Λεωνίδα σκέφτομαι να πάω στην Κρήτη”. “Να πας”, του λέει ο πατέρας μου. Τ΄ακούω εγώ, δεν ξέρω, μου δίνει ο διάολος…Λέω:”Μπάρμπα νάρθω κι εγώ μαζί σου;”. Λέει: “Ελα παιδί μου, σ΄αφήνουνε από δω ναρθείς;”. Η μάνα μου έβαλε τα κλάματα, δεν ήθελε να πάω. Ήμουνα, άλλωστε, μοχαχογιός και μοναχοπαίδι. Ο πατέρας μου, όμως, της λέει:”Για κάτσε στ΄αυγά σου, γιατί αν πάει με το θείο του, μπορεί οι Γερμανοί να μην τα καταφέρουν να φτάσουν στην Κρήτη. Να μη μείνει εδώ, γιατί δεν ξέρεις τι μας περιμένει”.

Μου λέει ο θείος μου: “Γιωργιό, εγώ θα φύγω και θα πάω στο καφενείο “Μέγας Αλέξανδρος”, στην Ομόνοια, όπου έχω ένα ραντεβού μ΄ένα συνάδελφό μου”. Ήταν στην Χωροφυλακή ανώτερος αξιωματικός ο Γιώργος Λινοξυλάκης κι από κει μάθαινε τα νέα. “Και που θα είσαι, θείε;”. “Στο Μέγα Αλέξανδρο, έλα, παιδί μου, γύρω στις 3, η ώρα, θάμαι εκεί”.

Πήγα και τον βρήκα, λοιπόν, κι είχε έλθει και κάποιος άλλος αξιωματικός συνάδελφός του. Του λέει ο συνάδελφος: “Γιώργο, μάλλον δεν θα φύγουμε, γιατί οι Γερμανοί έχουν επισημάνει το μέρος εκεί στα νερά της Μήλου και βουλιάζουν τα καράβια, κι οι άνθρωποι πνίγονται. Βέβαια να σου πω και κάτι ακόμη. Υπάρχει ένας τρόπος να φύγουμε απόψε. Υπάρχει στον Άγιο Γεώργιο, στο Κερατσίνι, ένα πλοίο και θυμάμαι και τ΄όνομά του ακόμη, το λέγανε “Γεώργιος Ποταμιάνος”. Ήτανε ένα μεγάλο πλοίο φορτωμένο με λιγνίτη. Ο καπετάνιος του, όμως, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να μείνει-μάθαινε κι αυτός τα νέα- και παρόλους τους βομβαρδισμούς ήθελε να φύγει και περίμενε να νυχτώσει. Λέω: “Εγώ μπάρμπα μια και ήρθα εδώ δεν γυρίζω στο σπίτι, εγώ θα φύγω”. Μα τι λές, παιδί μου, ξέρεις να πας στο Κερατσίνι;”. Λέω:”Θα ρωτήσω”.

Συγκοινωνίες, βέβαια, δεν υπήρχαν. Ήταν διαλυμένα όλα. Τέλος πάντων… Ρωτώντας, έφτασα στο Κερατσίνι. Έφτασα μόλις την ώρα που οι σειρήνες εσήμαιναν την λήξη ενός συναγερμού. Το πλοίο δεν είχε φύγει, σκάλα δεν είχε κατεβάσει και πολλοί φαντάροι ανέβαιναν από τα χοντρόσκινα, που ήταν δεμένο το πλοίο. Έτσι ανέβηκα κι εγώ. Ήμουνα, όπως είπα, νέος τότε, 18 ετών.

Μπήκαμε μέσα, περιμέναμε να νυχτώσει. Σε λίγο άρχισαν οι μηχανές να δουλεύουν, Καταλάβαμε, ότι ξεκίνησε το πλοίο. Βγαίνει με το μεγάφωνο ο καπετάνιος και λέει “δεν θα ανάψει κανείς τσιγάρο”. Είμαστε στο κατάστρωμα όλοι, λίγοι, δεν ήμασταν και πολλοί, καμιά τρακοσαριά, στρατιώτες οι περισσότεροι, που γύριζαν από το μέτωπο. “Και μη ζητάτε φαΐ, δεν ξέρομε αν θα φτάσομε και πότε θα φτάσομε, μακάρι να φτάσομε, διότι δεν προλάβαμε να κάνομε ανεφοδιασμό”.

Λοιπόν…Ο καπετάνιος έκανε την εξής δουλειά, έξυπνη, αφού τελικά γλυτώσαμε: Έφυγε τη νύχτα και πήγαμε στο σ΄ένα όρμο, εκεί έξω από το Γύθειο. Φτάσαμε εκεί, γνώριζε αυτό το μέρος δεν το γνώριζε, δεν ξέρω. Πραγματικά ήτανε πολύ δύσκολο να φανεί εκεί πλοίο. Είχε σταματήσει τις μηχανές, γιατί περνούσαν αεροπλάνα. Νέκρα το πλοίο την ημέρα και περίμενε πάλι να νυχτώσει. Μόλις νύχτωσε, τη δεύτερη νύχτα, ξανάβαλε πάλι μπροστά και πήγαμε στα Κύθηρα τώρα ή στα Αντικύθηρα, αυτό δεν το θυμάμαι καλά. Και την τρίτη νύχτα φτάσαμε στη Σούδα. Και φτάσαμε στη Σούδα την ώρα, που ξημέρωνε. Βγήκαμε έξω. Θυμάμαι κι ένα περιστατικό. Ήταν εκεί ένας, που πούλαγε πορτοκάλια σ΄ένα καροτσάκι. Εμείς όλοι ήμασταν λυσασμένοι της πείνας και της δίψας. Ήμασταν κι ολόμαυροι από τα κάρβουνα τρεις νύχτες και δυο μέρες στο πλοίο. Οκτώ χιλιάδων τόνων ήτανε.

Τελικά αποβιβαστήκαμε και πέσαμε με τα μούτρα στα πορτοκάλια. Όταν έμαθε εκείνος, μας είδε σαν ολόμαυρους σαν αραπάδες, ποιοι έίμαστε και πόσο ταλαιπωρηθήκαμε για να φτάσομε, λέει “φάτε, νάχα κια άλλα να σας δώσω”. Τ΄αδειάσαμε το καροτσάκι.

Ξέχασα να πω, ότι φεύγοντας ο πατέρας μου έβαλε το χέρι στη τσέπη κια είχε μαζί του εκείνη τη στιγμή τρία χιλιάρικα. Και μου λέει “πάρτα, παιδί μου, για καλό και για κακό, μπορεί να σου χρειαστούνε. Τρία χιλιάρικα για εκείνη της εποχή ήτανε πολλά λεφτά, καλά λεφτά. Και πράγματι μόλις έφτασα στα Χανιά πήγα σ΄ένα ξενοδοχείο, πλύθηκα, έκανα μπάνιο, αφού προηγουμένως είχα πάει και είχα αγοράσει εσώρουχα, άλλα ρούχα, μέχρι και γραβάτα είχα πάρει. Με βλέπανε, βέβαια, στα μαγαζιά, έτσι μαύρο, αλλά τους εξηγούσα τι είχε συμβεί. Πήγα στο ξενοδοχείο ξεκουράστηκα και κατά το απόγευμα έφυγα για το Ρέθυμνο…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top