Διανυκτέρευση στην κορφή του Ψηλορείτη, υψόμετρο 2.456 μέτρα

Γράφει ο Άρης Κουτάκης

Απόγευμα Κυριακής, 19 Αυγούστου, βρέθηκα ν΄ανεβαίνω μόνος μου στον Ψηλορείτη. Ήθελα να βιώσω πάλι τη χαρά της διακυκτέρευσης στην κορυφή του πιο ιερού βουνού της Κρήτης και το πρωί να δω τη μάνα Κρήτη ν΄ανασταίνεται σιγά-σιγά, κάτω από το φως του ήλιου. Να καμαρώσω πάλι την ανατολή…

Μοναδική μου συντροφιά στο ανέβασμα, τα ριζίτικα, οι μαντινάδες και οι Ψηλορειτιανές οι πετροπέρδικες, που γοργογτερουγίζανε στο πέρασμά μου. Η ανηφόρα, (η ¨κόντρα”, όπως λέμε στην ορειβασία) δύσκολη από το καταφύγιο των Κουρουτών, που διάλεξα σαν διαδρομή. Τα χαράκια, το χαλίκι και οι “κεντούλες” να παραμονεύγουνε ένα από λάθος πέσιμό σου.

Τρεις ώρες και δέκα λεπτά χρειάστηκαν για ν΄ανέβω κορυφή. Βέβαια, στα τελευταία 100 μέτρα (στο σημείο πούναι το διάσελο κι η διαδρομή των Κουρουτών σμίγει μ΄αυτή της Νίδας από τ΄ανατολικά), ο αέρας με πλευροκόπησε άγρια. Πεσμένος στα τέσσερα, χρειάστηκα για τα 100 μέτρα, 20 λεπτά!…

Ένας μανιασμένος, παγωμένος βοριάς, μ΄έριξε κάτω προς την πλευρά των Ανωγείων και μια φορά προς τη μεριά του Αμαρίου. Τα 100 μέτρα, που απείχα από την εκκλησιά του Τιμίου Σταυρού της κορυφής, μου φάνηκαν χιλιόμετρα ολόκληρα.

Με υποδέχεται ο πέτρινος όγκος της εκκλησιάς. Ο παγωμένος αέρας εξακολουθεί να λυσσομανά. Πρώτη δουλειά, να κτυπήσω τη καμπάνα τσ΄εκκλησιάς. Είναι σαν να διαλαλεί σ΄ούλη την Κρήτη π΄απλώνεται αποκάτω μου, πως έφτασα στην πιο ψηλή κορφή της. Ύστερα, με τον αέρα να με πλευροκοπά αδιάκοπα, γυρνώ στα γρήγορα την εκκλησιά γύρω-γύρω. Με μεγάλη μου θλίψη διαπιστώνω πως στο δυτικό κελί γκρεμίστηκε ένα μεγάλο μέρος του. Κεραυνός; Τα χιόνια; Άνθρωποι; Ποιος ξέρει… και θα πρέπει γρήγορα να φτιαχτεί…

Κάνοντας το γύρο της εκκλησιάς, διαπιστώνω κι άλλο θλιβερό γεγονός: Ένα σωρό σκουπίδια αφημένα. Νάυλον τσάντες, πλαστικά μπουκάλια, χαρτιά πετρωμένα, τάπερ με μισοξυνισμένα φαγητά, η κατάσταση εκνευριστική… Αναρωτιέμαι ποιοι άραγε μόλυναν έτσι το πιο ιερό βουνό της Κρήτης.

Μετά μπαίνω στο πέτρινο κελί της εκκλησιάς. Αλλάζω στα γρήγορα. Βάζω ρούχα στεγνά. Προσκυνώ στο μικρό ιερό κι ευχαριστώ τον Τίμιο Σταυρό, που με αξίωσε για άλλη μια φορά ν΄ανέβω…

Ξαναβγαίνω έξω για να τραβήξω φωτογραφίες. Και τότε ξεχωρίζω μια μορφή νάρχεται γρήγορα προς τα πάνω, από τη δυτική διαδρομή. Καθώς κοντοφθάνει, πλευροκοπημένος κι εκείνος από τον δυνατό αέρα, διακρίνω τον Στέφανο Αντωνακάκη από το χωριό Φουρφουρά. Στη στιγμή, άλλα 11 άτομα (όλοι τους από τον Φουρφουρά), καταφθάνουν. Μαζί τους κι ο ιερέας του χωριού, ο πατήρ Παντελεήμων.

Κι αφού αλλάξανε κι αυτοί και ηρεμήσανε λίγο, ανοίξαν τα βουργιάλια: Ξηροί καρποί, μοναδικές ψαρολιές, ντάκος, αθότυρος, τσικουδιά. Ευωδιαστά ντόπια προϊόντα.

Η νυχτα πέρασε δύσκολα. Ύπνος μηδέν! Ο μανιασμένος αέρας, μας σφυροκοπούσε ασταμάτητα. Στριφογυρίζαμε στα σλίπινγκ-μπανκ, κάνοντας υπομονή. Ξημερώματα, κόπασε λίγο η ανεμοταραχή. Πέντε η ώρα σηκώθηκε κι ο πατήρ Παντελεήμων κι έβαλε μπρος το “ευλογητός”.

Κατανυχτική, αλλιώτικη λειτουργία, εδώ στα 2.456 μέτρα. Κι όλοι μ΄ένα κερί στο χέρι. Ο ένας δίπλα στον άλλο. Πού να χωρέσουμε, άλλωστε, σ΄ένα χώρο δύο επί τρία… Μα είχε τόση ομορφιά…Έδώ πάνω φθάνεις κοντά στο Θεό.

Σαν ετέλεψε η λειτουργία, όλοι βρεθήκαμε έξω από την εκκλησία. Ήτανε ώρα να καμαρώσαμε και την Ανατολή του Ήλιου. Να δούμε το κορμί της Κρήτης να ζωντανεύγει αποκάτω μας. Ξεχωριστές στιγμές εκεί, στο τέρμα Θεού, που δύσκολα περιγράφονται με λόγια. Ακολουθούν οι αναμνηστικές φωτογραφίες.

Εφτά η ώρα άφησε την κορφή η Φουρφουγιανή παρέα κι άρχιζε να κατηφορίζει. Για τέσσερις ώρες απόμεινα ολομόναχος στην κορφή του Ψηλορείτη. Εγώ κι η εκκλησιά, κάτω μου όλη η Κρήτη κι απάνω μου ο Θεός. Έκαψα σκουπίδια, αντέγραψα τις εντυπώσεις μέσα από το βιβλίο επισκεπτών, ύμνησα μέσα μου την Κρήτη.

Ήθελα μόνο μια φορά

τση θάλασσας να μοιάσω

να μπόρουνα ολόκληρη

την Κρήτη ν΄αγκαλιάσω.

Στις 10.30 μια παρέα Αθηναίων ορειβατών (μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών) πάτησε την κορυφή κι αργότερα στις 11 μια παρέα από 5 Αμαριώτες φίλους φτάνουν κι αυτοί στην κορυφή. Μέχρι τις πρώτες απογευματινές ώρες η παρέα έτρωγε ντόποιους μεζέδες κι έπινε ντόπιο κόκκινο κρασί. Εκεί στα 2.456 μέτρα..

Φωτό: topoguide.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top