Η λέξη “βαστώ” στην κρητική διάλεκτο

βαστώ: (να/δα βαστάξω, εβάσταξα, εβάστουνα, βαστώντας, βασταμένος, βάσταμα, προστ. βάσταξε, βάστα)= 1.έχω, κρατώ στα χέρια μου κάποιο βάρος, (γνωμ.) ψωμί βαστάς, έγνοια βαστάς, φάτο να ξεμπερδέσεις. 2. διαρκώ στο χρόνο. Φρ. Τα παλιά χρόνια το κάθε πανηγύρι εβάστα τρεις μέρες. 3. υποβαστάζω, βοηθώ. Φρ. Βάστα με να σε βαστώ ν΄ανεβούμε το βουνό. 4. συγκρατούμαι, προσέχω, έχω το νου μου. Φρ.Όσο μπορείς το γύρο βάστα. 5. κατάγομαι. Φρ. Κιαείς δεν γατέει από που βαστά η σκούφια ντου. 6. αντέχω στον χρόνο. Φρ. Πέντε χρονώ είναι τα παπούτσα μου και βαστούνε ακόμη. 7. έχω παντρευτεί. Φρ. Ο τάδε βαστά την κόρη του τάδε. μεσν.βαστώ, αρχ. βαστάζω. Ν.Ε. βαστώ, κρατώ (-ούμαι).

Νερό βαστώ κι εσύ διψάς, Θε μου πως νταγιαντίζεις,

έλα κοντά μου και θα δεις πως δα με σπολλατίζεις. Γ.Κ.

 

(Από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top