Η λέξη “καταστένω” στην κρητική διάλεκτο

καταστένω (να/δα καταστέσω, εκατάστεσα, ακατάστενα, καταστένοντας, καταστεμένος, κατάστεμα)= 1)φτειάχνω, βάζω το κάθε πράμα στη θέση του, τακτοποιώ, συγυρίζω το σπίτι. 2)προετοιμάζω κάτι, π.χ. το ανυφαντικό, το τσικάλι βάζοντας υλικά, την προίκα, το μεταξαργειό, κάποια υπόθεση κ.λ.π. 3) τιμωρώ, επιβάλω ποινή. ΕΤΥΜ. από το κατά+μεσν. στένω= στήνω, τοποθετώ, αρχ. καθίστημι, εγκαθίστημι, κατά+στένω, καταστένω.

Ήθελα μετά λόγου σου φιλιά να καταστέσω,

μα ντρέπομαι να σου το πω, μήπως και δε σ΄ αρέσω.

(από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top