Η λέξη “κόφα” στην κρητική διάλεκτο

κόφα (η), κόφες (οι) = 1.μεγάλο κοφίνι, περίπου κυλινδρικού σχήματος, χωρίς χειρολαβές, που πλέκεται με σφάκες ή με καλάμια και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά καρπών και κυρίως σταφυλιών. Στα Χανιά λέγεται τσιφίδα.μτφ.Η χοντρή και η κοινή γυναίκα. 2. Η ποσότητα που αντιστοιχεί στο περιεχόμενο μιας κόφας π.χ. μια κόφα αμύγδαλα, καρύδια, κάστανα, σταφύλια κ.λ.π.ΕΤΥΜ.μεσν.κόφα, αρχ.κόφινος.βεν.cofa.τουρ.kofa=βούρλο.

Από το “Στειακό Λεξιλόγιο” και τον Γιάννη Κριτσωτάκη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top