Η λέξη “μουσκλώνω” στην κρητική διάλεκτο

μουσκλώνω (μουσκλώσω, εμούσκλωσα, μουσκλωμένος, μούσκλωμα)=δυσαρεστούμαι, μελαγχολώ, κατσουφιάζω. ΣΥΝ. μπρουφουσκιάζω.

Φρ. Εμούσκλωσε και το βούλωσε ντελόγο, δηλ. δεν βγάζει κουβέντα.

Ότι να δείς την κοπελιά ομπρός σου να μουσκλώνει

πως θέλει χάδια και φιλιά και έρωτες δηλώνει. Μ.Α.Μ

(από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top