Η λέξη “μουστρούχα” στην κρητική διάλεκτο

μουστούχα ή μουστρούχα ή σουμούχα (η)=πλέγμα από σχοινί, δέρμα, βούρλα ή σύρμα, παρόμοιο με μισή μπάλλα, που τοποθετείται στο ρύγχος των ζώων, για να τα εμποδίζει να δαγκώνουν ή να τρώνε. Στο Ρέθυμνο σε ορισμένες περιοχές λέγεται μουρίδα. Ν.Ε. φίμωτρο, ιταλ. museruola=φίμωτρο. αρχ. φιμός.

Ο σκύλος σου με δάγκωσε κι έχω καημό μεγάλο,

μουστρούχα Καίτη βάλε ντου να μη δαγκώσει κι άλλο. Βιτσίλας

(από το Στειακό λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top