Η λέξη “μπουζάζω” στην κρητική διάλεκτο
μπουζάζω (να/δα μπουζάσω, εμπούζασα, μπουζασμένος, μπούζασμα, προστ. μπούζασε)=συλλαμβάνω και δένω με μπούζαστρο κι από τα τέσσερα πόδια το ζώο, με σκοπό να το μεταφέρω κάπου, να το κουρέψω, να το σφάξω ή να το ευνουχίσω. αρχ.ποδίζω, τουρ.buzdurmek=σφίγγω, στενεύω.
Ετσά μου λέει ο διάολος να πά τηνε μπουζάσω,
να την κουρέψω σαν τ΄ αρνί, μπέλιτα και ξεγνοιάσω.
Διονύσης Γιαννακάκης, Σητεία
(από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)