Η λέξη “ντουχιουντίζω” στην Κρητική Διάλεκτο

ντουχιουντίζω (να/δα ντουχιουντίσω, εντουχιούντισα, εντουχιούντιζα, ντουχιουντίζοντας, ντουχιουντισμένος, ντουχιούντισμα)=σκέπτομαι, κάνω συλλογισμούς, στοχάζομαι. τουρ.dusunmek=σκέπτομαι.

Πρίχου να πέσεις στα πηλά πρέπει να ντουχιουντίσεις

γιατί δεν είναι μπάλωμα να το ξεραραλύσεις Ειρ. Παπ.

Ντουχιουντισμένη σε θωρώ, κάνω να σε ρωτήξω

αν είν΄απ΄την αγάπη μας να σε παρηγορήσω  Ν.Θ.Γ.

(από το Στειακό λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top