Γιώργος Σαραντάρης: Μεταξύ Ελύτη και Σεφέρη

https://www.tasakos.gr/
Από την Ερασμία Βαρβέρη
Ο Αντρέας Καραντώνης λέει για τον Σαραντάρη,πως«αν έπρεπε να τον
τοποθετήσουμε κάπου, θα ήταν μεταξύ του Ελύτη και του Σεφέρη». Σύμφωνα με τον
Θάνο Κωτσόπουλο, ο Σαραντάρης «ήταν ένας ποιητής πρωτότυπος, πηγαίος, που η
ποίηση έβγαινε απ’ αυτόν σαν μια ανάγκη ζωής, ακριβώς όπως το γάργαρο νερό
τρέχει από μια πηγή». Και συμπληρώνει «έτσι όπως τον ακούγαμε, μας είχε
δημιουργήσει την εντύπωση πως θα γινόταν απ’ τους καλύτερους ποιητές μας. Κι
όπως κι έγινε. Με ρωτάτε πως εξηγώ το γεγονός πως έμεινε άγνωστος στο μεγάλο
κοινό τόσο πολύ καιρό. Γι’ αυτό το ζήτημα της αξίας και της καθιέρωσης των
ποιητών ισχύουν αστάθμητοι παράγοντες και βεβαίως και η καλή ή η καλύτερη τύχη.
Ο Σεφέρης και ο Ελύτης είχαν καλύτερη τύχη».
Σαν σήμερα, στις 29 Απριλίου 1908 γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη ο
Γιώργος Σαραντάρης, εξαιρετικός ποιητής και φιλόσοφος, καθώς και «σοφός
ερμηνευτής» σύμφωνα με τον Κώστα Δεσποτόπουλο. Ο βίος του πολύ σύντομος,
πεθαίνει από τύφο στις 25 Φεβρουαρίου του 1941, σε ηλικία μόλις 33 χρονών. Η
συμβολή του παρόλα αυτά πολύ σημαντική στη μοντέρνα ποίηση και «η απώλειά του
η μεγαλύτερη τότε απώλεια των ελληνικών γραμμάτων», γράφει ο Δεσποτόπουλος.
Συνεχίζει ο ίδιος πως «όσο ζούσε μεταξύ μας, καθημερινά μας θύμιζε την ευγένεια
του πνεύματος και μας παραδειγμάτιζε με την υπαρξιακή του αυτάρκεια», ενώ « ο
βαθύπλουτος λυρισμός του είχε συχνά την ανταύγεια του φιλοσοφικού οραματισμού
και στοχασμού του». Ο Μαρινάκης αναφέρει, σύμφωνα με την Καράγιωργα, πως
«ό,τι πρωτόγραφε, ήταν και η οριστική μορφή του, ενώ σπάνια διόρθωνε τα ποιήματά
του», καθώς απλώς κατέγραφε ότι του έκανε εντύπωση και τον ενέπνεε, εξωτερίκευε
σε στίχους ότι όμορφο, ειλικρινές και αληθινό του ερχόταν. Πίστευε πως «η ποίηση
είναι μια ουσία, όπως είναι η ζωή».
Ο βιογράφος του Γιώργος Μαρινάκης, τον χαρακτηρίζει «ποιητή μελλούμενο» ,
ως ποιητή δηλαδή «με ποιήματα σταλμένα και βγαλμένα από το μέλλον». Ο
Μαρινάκης γράφει για τον Σαραντάρη πως διακατεχόταν από «λογοτεχνίτιδα» και
όπως και ο Φραντς Κάφκα, θα μπορούσε και αυτός να πει «Δεν είμαι τίποτα άλλο
παρά λογοτεχνία και δεν μπορώ και δεν θέλω να είμαι τίποτα άλλο». Ακόμη κι όταν
ήταν στρατιώτης στον Πόλεμο του 1940-41, αισθανόταν, ακόμα και σε αυτή τη
φρίκη, την ανάγκη να γράψει και να μιλήσει σε στίχους για ό,τι ήθελε να πει και να
μιλήσει.
Ο Σαραντάρης ήρθε από την Ιταλία σε ηλικία είκοσι τριών χρονών, ως
πτυχιούχος και διδάκτωρ Νομικής, για να υπηρετήσει στον στρατό και ύστερα να
δουλέψει. Δεν δούλεψε όμως ποτέ του, επειδή βρισκόταν μακριά από την πρακτική
ζωή και ήταν επίσης ολότελα αφοσιωμένος στην ποίηση και τη φιλοσοφία. Ο
Γιώργος Μουρέλος τον παρομοιάζει, ως προς αυτό, με τον Rilke. Ο ίδιος λέει στην
Καράγιωργα, πως ο Σαραντάρης θυμίζει Hölderlin, επειδή και οι δύο έχουν «το
αέρινο στοιχείο, που είναι και η ψυχή του ποιητικού λόγου, αυτό που βρίσκεται πέρα
από τα λόγια, τις εικόνες, από τα συναισθήματα».
Ο Σαραντάρης ανήκει στη γενιά του’30,η οποία φέρνει στον χώρο της
νεοελληνικής λογοτεχνίας ένα νέο πνεύμα και δημιουργεί ένα νέο κλίμα. Κάποιοι από
τους πνευματικούς ανθρώπους εκείνης της περιόδου που τον γνώρισαν και
συναναστρέφονταν μαζί του, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο
Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Κώστας Δεσποτόπουλος, η Μελισσάνθη, Νίκος Γαβριήλ
Πεντζίκης, η Ζωή Καρέλλη, ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο Γιώργος Μουρέλος, ο
Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Γιάννης Σφακιανάκης, ο Νίκος Παππάς, η Πόπη
Ρίζου-Πικροδάφνη, ο Στέφανος Βογιατζής, ο Δημήτρης Καπετανάκης, ο Αντρέας
Καραντώνης, ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Κωνσταντίνος
Τσάτσος, ο Τάσος Αθανασιάσης, η Καίτη Καρυώτη-Αμπατζή, ο Τάκης Πανόπουλος,
η Λίτσα Παπαντωνίου, ο Παναγιώτης Παμπούκης, η Μελπομένη Πανοπούλου, η
Μέλπω Δούκα, ο Γιάννης Μπλάσκας, ο Δημοσθένης Δανιηλίδης, η Γεωργία
Σαρηγιάννη, ο Θεμιστοκλής Αθηνογένης, η Μάρμω (Ειμαρμένη Γεωργαλά-
Νικολαῒδου).
Ο Οδυσσέας Ελύτης λέει για τον Σαραντάρη «κάποιο απόγευμα του φθινοπώρου,
έτσι μέσα σε λίγες στιγμές, κατάφερε να μου αποσπάσει την εξομολόγηση, καθώς και
τα πρώτα μου καλλιγραφημένα χειρόγραφα» και η «χαρά του ήταν μεγαλύτερη από
τη δική μου». «Τον εξόρκισα να μην πει σε κανένα τίποτα,[…], την άλλη μέρα όλες
οι παρέες του το γνώριζαν, και πρώτος δεκτικός και φιλοπερίεργος ανάμεσα σ’
αυτούς ο Αντρέας Καραντώνης». Ο Ελύτης συμπληρώνει για τον Σαραντάρη πως «ήταν
ένας εύθραυστος διανοούμενος που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που είχε όμως
προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την
Ελλάδα και το μέλλον της».
Ο Γιάννης Μπαλάσκας γράφει για τον Σαραντάρη: «Θυμάμαι τον θαυμασμό και
την έκπληξη του Σικελιανού, ακούγοντας τον Σαραντάρη να μιλάει. Θυμάμαι να
χαιρετιούνται μετά με πολλή εγκαρδιότητα». Ο Σικελιανός τον θαύμαζε για τη
μεγάλη μόρφωσή του, παρά το νεαρό της ηλικίας του.
Η μορφή και η ζωή του Χριστού τον απασχολούν έντονα, τον γοητεύει ο Πλάτων,
θαυμάζει τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Γιάννη Σκαρίμπα,
ενώ για το έργο του Dostοyevsky πίστευε, πως μαζί με την Καινή Διαθήκη, θα έπρεπε
να αποτελεί την αρχή της παιδείας μας. Είχε βαθιά γνώση μεταξύ άλλων, του
Ηράκλειτου, του Πλάτωνα, των Προσωκρατικών, των Kierkegaard, Rimbaud και
Baudelaire.
Η πίστη του Σαραντάρη ότι η ευτυχία,η αληθινή,η σωστή ζωή είναι πράγματα
που μπορούμε να φτάσουμε, να ζήσουμε και πως «έτσι κι αλλιώς η πορεία του
ανθρώπου είναι μια πορεία προς το ιδανικό» αποτελεί, μπορούμε να πούμε, την
κεντρική ιδέα του έργου του. Σύμφωνα με τον Μαρινάκη, η φιλοσοφία του είναι μια
«φιλοσοφία χαράς», όπως λέει κι ένας στίχος του, βασίζεται όμως σε μια «ύστατη
αισιοδοξία». Για τον Καβάφη υποστηρίζει πως «η ποίησή του είναι ψυχρή, άγονη,
καθώς δεν συμμερίζεται εκείνη την ύστατη αισιοδοξία που χρειάζεται η ψυχή όπως
και ο πολιτισμός για να προχωρήσουν, για να πάνε παραπέρα».
Τα παρακάτω ποιήματα – ίσως λιγότερο γνωστά – τα αφιέρωσε ο Σαραντάρης στη
Λίτσα Παπαντωνίου το 1938. Η ίδια τα έδωσε στον Καραντώνη να τα δημοσιεύσει,
μαζί με ένα άρθρο για τον Σαραντάρη μετά τον θάνατό του στο περιοδικό «Αιώνας»,
τον Μάιο του 1947.
Ο χρόνος των πουλιών
Μέσα στον απέραντο ουρανό
ο λίγος χρόνος των πουλιών
είναι λύπη;
είναι χαρά;
το φως έρχεται
εκλέγει τα πουλιά
το φως δεν καταστρέφει
ανάμεσά μας πάντοτε ένας
εκείνος που μαθαίνει τα νειάτα τ’ ουρανού
και που πετάει με τα πουλιά
μέσα στον αιθέρα.
Ο ουρανός
Ο Ουρανός είναι η ζεστή μας πατρίδα.
Τον εγκαταλείπουμε συχνά, γιατί μας αρέσει το παιχνίδι με το άγνωστο,
μας τραβά ο κίνδυνος της θάλασσας και του αγέρα, μας ελκύει μια άλλη καρδιά.
Όμως επιστρέφουμε στον ουρανό, κι όταν τον λησμονήσαμε˙
όταν δεν σκεπτόμαστε πια τον τόπο όπου γεννηθήκαμε, και η
ανάμνηση της παιδικής μας γης έπαψε να μας γοητεύει.
Μας διευθύνει λοιπόν η τυφλή ροή της ουσίας μας, που δεν τη θάβει,
φαίνεται με την ύλη του το πλήθος των περιπετειών.
Υπάρχει…
Υπάρχει μια σιωπή
που κλέβουμε ο ένας από τον άλλο,
όταν όλοι τραγουδάμε μαζί, και κανείς δε φυλάει τον εαυτό του.
Τέλος,η Καράγιωργα αναφέρεται στα λόγια του Σαραντάρη σχετικά με τον
ρόλο της ποίησης: «H ποίηση δεν αποτελούσε μια πρόσθετη τέρψη για την
καλοπέραση των αστών, αλλά ένα μέσο, έναν αγώνα για να νοιώσουμε την αλήθεια
του ανθρώπου, μια λύση, τη μόνη δυνατή και σωτήρια λύση, τον μόνο τρόπο να
διαφύγουμε από την αθεράπευτη αθλιότητα της ανθρώπινης μοίρας, να νικήσουμε
την αγωνία του θανάτου και τη βεβαιότητα του μηδενός, τη μόνη κατάφαση της
αθανασίας». Ο Βαρβιτσιώτης λέει για τον Σαραντάρη, πως «ήταν ένας από τους
ελάχιστους εκείνους ποιητές που έχουν την ικανότητα όχι μονάχα να μας
συναρπάζουν, αλλά κάτι πολύ σπουδαιότερο, να μας εμπνέουν».
Βιβλιογραφία
Καράγιωργα, Ολυμπία (1995): Γιώργος Σαραντάρης. Ο μελλούμενος. Δίαυλος,
Αθήνα
Σαραντάρης, Γιώργος (1987): Ποιήματα, επιμ. Γιώργος Μαρινάκης, Gutenberg,
Αθήνα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top