Η λέξη “ανεντρανίζω” στην κρητική διάλεκτο

ανεντρανίζω (ανεντρανίσω, ενεντράνισα, ανεντρανισμένος, ανεντράνισμα. προστ.ανεντράνισε)= 1) σηκώνω το κεφάλι μου να δω κάτι.ΣΥΝ.ανακαρώνω. 2) υψώνω αργά-αργά το σώμα μου από τη μέση και πάνω. 3) είμαι άρρωστος και επανακτώ την υγεία μου. ΣΥΝ. σάζω (2). 4) βελτιώνονται τα οικονομικά μου, ορθοποδώ  στον οικονομικό τομέα. ΣΥΝ.ανετσουλώνω.5) σηκώνω όρθιο κάτι πεσμένο. Ν. Ε.ανασηκώνω (-ομαι).

ΕΤΥΜ. από την προθ. ανε+τρανός=σπουδαίος, μεγάλος+κατάληξη-ίζω ανε+τρανός+ίζω-ανεντραν(ός)+ίζω)-ανετρανίζω-ανεντρανίζω.

Πώς έχω γλώσσα και μιλώ, μάτια κι αναντρανίζω; Ερωτόκριτος.

Ανεντρανίζω και θωρώ τα μάτια τα δικά σου,

μα δε θωρώτην απονιά που κρύβεις στην καρδιά σου. ΓΚ

(Από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top