Η λέξη “κακοβολιά” στην Κρητική Διάλεκτο
Κακοβολιά (η), κακοβολιές (οι) = 1) ο κακός, ο ανώμαλος και δύσβατος δρόμος ή τόπος.
ΣΥΝ. κακοτοπιά. ΑΝΤ. καλοβολιά. Φρ. Με πέρασε μέσα από την κακοβολιά και εξεστραμπούλισα τον πόδα. 2) οι δυσκολίες της ζωής. Φρ. (γνωμ.) κακοβολιές και συμφορές είν’ η ζωή τ’ αθρώπου. 3) ως χαρακτηρισμός για άνθρωπο με δύσκολο και στρυφνό χαρακτήρα. Φρ. Μην ανημένεις από ‘κειονέ βοήθεια, γιατί είναι σκέτη κακοβολιά.
ΕΤΥΜ. από το αρχ. κακός+βολή. κακό(ς)+βολή- κακοβολή-κακοβολιά (με το επιθημα -ιά).
(από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)