Η λέξη “μπασμός” στην κρητική διάλεκτο
μπασμός (ο) μπασμοί (οι)=μικρά κομμάτια από ψωμί, ζύμη, σαρδέλες, τυρί κ. ά., που τα πετά ο ψαράς στη θάλασσα, με σκοπό να μαζευτούν τα ψάρια και μετά να ρίξει το δολωμένο αγκίστρι. Ν. Ε. μαλάγρα, αρχ. εδωδή.
Τα μάτια σου ΄ναι δόλωμα, μπασμός από στρυχνίνη,
κι ότινος ρίξεις τη ματιά κόκκαλο θ΄απομείνει. Δερμ.
ΕΤΥΜ. από το αρχ.έμβασις-έμπαση-εμπασμός-μπασμός.
(από το Σητειακό Λεξιλόγιο τοτ Γιάννη Κριτσωτάκη)