Η λέξη “μπλιό” στην Κρητική Διάλεκτο

μπλιό (επίρρ.) = ποτέ, ποτέ άλλη φορά, καθόλου, διόλου, πια.

Φρ. Μπλιό μου δεν σου ξαναμιλιώ και μπλιό μου δε σε θέλω.

ΕΤΥΜ.από το αρχ. πλέον του επιθ. πολύς, πολλή, πολύ. συγκρ.πλείων και πλέων, ουδ. πλέον. υπερθ. πλείστος-η-ον. πλέον-πλιόν-πλιό-μπλιό..

Δεν πάω μπλιό στα πρόβατα και τσ’ αίγες δα πουλήσω,

γιατί δεν βρίχνω κοπελιά στα όρη ν’ αγαπήσω. Μ.Α.Μ.

(Από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

 

 

Φρ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top