Η λέξη “νομπέτι” στην Κρητική Διάλεκτο

νομπέτι (το) (χωρίς πληθ.) = η σειρά προτεραιότητας σε περίπτωση πολυκοσμίας, κυρίως στη βρύση, αλλά και στη φάμπρικα, στον μύλο, στην τράπεζα κ.λ.π.κατά την οποία ο ένας άνθρωπος στέκει πίσω από τον άλλο. ΣΥΝ. ορά (2). τουρ. nobet=σκοπιά, βάρδια. Φρ.Κατερνιά! Έμπα στο νομπέτι σου να μη σου πάρουνε τη σειρά. (γνωμ.) στο νομπέτι βάνεις μπέτη.

(Από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top