Η λέξη “όντε(ν)” στην κρητική διάλεκτο

όντε(ν) (επιρρ.) = κάθε φορά, οσάκις, οποτεδήποτε, οπόταν, όταν.

το -(ν)-μπαίνει όταν η επόμενη λέξη αρχίζει με  φωνήεν.

ΕΤΥΜ. από το αρχ. επίρρ.ότε = όταν, με ανάπτυξη ερρίνου.

Φρ. 1) όντε πηαίνεις στο Λιμάνι να μου το λες αποσπέρας. 2) Όντεν είσαι με τα μένα να μη σκιάζεσαι κιανένα. 3) Όντε θες κι όπου θες.

Κακό χαμπέρι διαλαλεί η σκλώπα όντε κράζει

μα ‘μένα τέτοιο κράξιμο διόλου δε με πειράζει.   Μ.Α.Μ.

οντε (σύνδ) (άτονο)=όταν, μόλις,άμα, σαν, αρχ.ότε. ΣΥΝ. οντο

Οντε σ’ εγέννα η μάνα σου ήτονε μέρα σκόλη

κι εδώκανε σου την ευκή οι δώδεκ΄ Αποστόλοι   Μ.Α.Μ.

(Από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top