Η λέξη “σκουτέλι” στην κρητική διάλεκτο

σκουτέλι (το), σκουτέλια (τα)=πήλινο βαθύ πιάτο, μικρή γαβάθα, λεκανίτσα, απ’ όπου έπιναν παλαιότερα κρασί και νερό ή το χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο για υγρά και στερεά “μικροποσοτήτων” ή έβαζαν φαγητό.

(παροιμ.) βάλε μέλι στο σκουτέλι, να γελάσει το κοπέλι.

ΕΤΥΜ. λατ.scutula=πινακίδιο. ιταλ. scodella (σκοντέλα)=γαβάθα

αρχ.κότυλος=ποτήρι, αγγείο, καυκί και κοτύλη=καθετί κοίλο.

Τα μάτια σου ‘ναι σαν τ’ αβγά, τ’ αφτιά σου σαν σκουτέλια

και τα θωρούν οι κοπελιές και σκουν από τα γέλια.  Μ.Α.Μ

(Από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top