Η λέξη “εδά” στην κρητική διάλεκτο

εδά (επίρρ.)= τώρα, αυτή τη στιγμή, αμέσως. ΣΥΝ. ντελόγο

Λέγεται 1. ως απάντηση σε προστακτική. Φρ. Η καμπάνα ήπαιξε μόνο ντύσου να πάμε στην εκκλησά. Απάντ.Εδά, δηλ. το ξέρω και θα ντυθώ τώρα. 2. ως απάντηση σε ερώτηση. Φρ. Πότε δα πας στο γραφείο; Απάντ. Εδά., δηλ. αμέσως. 3. ως συμπερασματικό. Φρ.Εδά ο κόσμος καλοπερνά στην Αθήνα, μα στην κατοχή δεν είχανε μούδε ψωμί, μουδέ λάδι.ΕΤΥΜ..από το αρχαίο οίδα=γνωρίζω, με προτασιακή την αντωνυμία εγώ,.εγώ+οίδα (και με κράση) εγώδα-ε (γώ) δα-εδά-εδά

Εδά΄βρήκε το γύρευγε και μπλιο δεν το ξετρέχει

εδά ΄ναι σ΄άλλο λογισμό, εδά άλλην έγνοια έχει..(Ερωτόκριτος)

 

Πηγή: Γιάννη Κριτσωτάκη – Στειακό λεξιλόγιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top