Η λέξη “μισεύγω”στην κρητική διάλεκτο

μισεύγω (να/δα μισέψω, εμίσεψα, μισεμένος, μίσεμα) = 1) φεύγω, αναχωρώ από κάπου με σκοπό να πάω αλλού. 2) απομακρύνομαι από την πατρίδα μου, ξενιτεύομαι. 3) βρίσκομαι στο τέλος της ζωής μου, πεθαίνω. Από το λατινικό “missere”.

ΣΥΝ ποχαιρετώ. Ν.Ε. μισεύω.λατ. missere=αποστέλλω, μεσν. μισεύω.

Ποτέ μου δεν τον ήκουσα το νου μου να σαλέψει

μόνο σαν ήρθε κι είπε μου πως ήθελα μισέψει

Ειρ. Παπ.

(Από το “Στειακό Λεξιλόγιο” του Γιάννη Κριτσωτάκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top