Η λέξη “ντακέρνω” στην κρητική διάλεκτο

“ντακέρνω” (να/δα ντακάρω, εντάκαρα,εντάκερνα, ντακέρνοντας, ντακερμένος, ντάκερμα, προστ. ντάκαρε). 1.ξεκινώ, αρχίζω μια δουλειά. Φρ.Από Δευτέρα δα ντακάρω τον τρύγο. 2.επιπλήττω, μαλώνω, κατσαδιάζω. ΣΥΝ. καταμουρίζω, φορτώνομαι, μοτσέρνω, μποτονιέρνω, μπαγλέρνω. ΕΤΥΜ. από το ιταλικό attaccare= εφαρμόζω, επιτίθεμαι, μεταδίδομαι.

Μου΄πε τη λέξη σ΄αγαπώ κι εντάκαρε να βρέχει

τέτοια μεγάλα ψόματα μουδ΄ο Θεός τ΄αντέχει

Κωστής Εμ. Συλλιγνάκης, Σητεία.

 

Πηγή: Γιάννη Κριτσωτάκη-Στειακό λεξιλόγιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top