H λέξη “ξαμώνω” στην κρητική διάλεκτο

Ξαμώνω (να/δα ξαμώσω, εξάμωσα, εξάμωνα, ξαμώνοντας, ξαμωμένος, ξάμωμα, προστ. ξάμωσε, ξάμωνε, επίρρ. ξαμωτά) 

Σημασία:

1) σημαδεύω με όπλο, σκοπεύω, 2) είμαι καλός σκοπευτής, 3) μετρώ, προσδιορίζω επακριβώς τις διαστάσεις (παροιμ.) πέντε ξάμωνε κι ένα κόβγε, 4) κοιτάζω κάπου με επίμονο βλέμμα, παρατηρώ κάτι. Φρ. Πού ξαμώνουνε τα ματάκια σου; 5) βάζω κάποιο σκοπό, στοχεύω κάπου, αποβλέπω, αποσκοπώ. ΕΤΥΜ. από το μεσν.έξαμον – εξαμώνω – ξαμώνω. λατ. examinare = εξετάζω, μετρώ.

‘Ελα να πάμε στο λαγό, να μάθεις να ξαμώνεις,

να παίζεις ντρέτες μπαλωτιές, πέρδικες να σκοτώνεις Γ.Κ.

(Από το Στειακό Λεξιλόγιο του Γιάννη Κριτσωτάκη)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top