“Τέθοιες μέρες ετοιμάζουντονε τα νοικοκυργιά να υποδεχτούνε το Πάσχα. Χαρούμενες για ούλους, δύσκολες για τσι μανάδες μας. Πλυσίματα, αζβεστώματα σ´τσ´αυλές, προετοιμασία για τα φαητά και τα γλυκά των ημερώ.
Αλεύρι στο πινάκι, ζύμωμα με προζύμι, ζάχαρη, βανίλιες, λάδι, αλάτσι, νερό και δε γατέω* είντ´άλλο, για δεν είμαι αρμόδιος, εχτός τση κατανάλωσης απού έχω διαπρέψει. Εκείνο όμως που θυμούμαι ντίμπι* καλά, ήτονε οι μυρωδιές, που σου σπούσανε τη μύτη, ω Παναγία και Χριστέ κι Άγιοι τση Παράδεισος! Και δε λέω για τσι μυρωδιές τσ´άνοιξης, εδά λέμε για φαγιά, κι οι μέρες το καλιούσινε. Απής* καλοφάμενε, θα ιδούμενε και τα λέλουδα τση φύσης που ευωδιάζουνε γύρω τριγύρω, με πλια καθαρό και τρυφερό αμάτι…ότι αφήσει ο βορές που δε λαγάζει*.
Τρία ήτανε τα γλυκά μας παλιά: οι μαντόνες, που σ´τσ´άλλες μπάντες τσι λέτε τσουρέκια, τα τσουρεκάκια, που τα λέτε κουλουράκια, και τα γλυκά καλιτσούνια, με αθότυρο μέσα – τα γράφω κι όσο τα φέρνω στο νου μου, στο λόγο μου …δρώνω και …λυσσιώ τση πείνας. Α να δω πως θα το τελειώσω ετούτο μου το σημείωμα, Γολγοθά περνώ και παρανάλωμα τση φωθιάς γίνομαι για λόγου σας…”.
Γιώργης Μανουσέλης
(απόσπασμα από  κείμενό του, που δημοσιεύεται, σε σφακιανή διάλεκτο, στην ηλεκτρονική σελίδα της Ένωσης Των Απανταχού Σφακιανών, όπου και μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το σημείωμα με τον τίτλο “Πάσχα”)
Ερμηνεία διαλέκτου:
1. γατέω=κατέω=κατέχω=ξέρω
2. ντίμπι=πολύ
3. απής=αφότου
4. λαγάζει=ηρεμεί