Πεύκη: Εκδήλωση για τον Νίκο Καζαντζάκη

Ο Σύλλογος Κρητών Πεύκης – Λυκόβρυσης “Ο ΤΑΛΩΣ” διοργάνωσε μια εκδήλωση τιμής και μνήμης για τα “60 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ” την  Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017 στο δημοτικό θέατρο Πεύκης (Χρυσοστόμου Σμύρνης 16 & Ρήγα Φεραίου Πεύκη).

Στην εκδήλωση συμμετείχαν:
  • Το Μουσείο Καζαντζάκη  Κρήτης
  • Ο Γρηγόρης Αλυσσανδράκης με το
  • συγκρότημα του στην μουσική
  • Η θεατρική ομάδα του ΠΕΑΠ
  • Ο σκηνοθέτης Νίκος Μίχας
  • Ο συγγραφέας Σπύρος Πετρουλάκης
  • Η συγγραφέας Σταυριανή Στεφάνου
  • Ο ηθοποιός Χρήστος Φωτίδης
  • Ο λαογράφος και χοροδιδάσκαλος
  • Γεώργιος Φραγκάκης
  • Η δασκάλα χορού Εμμανουέλα Τσώρου
  • Ο χορευτικός όμιλος ΕΛ.ΠΑ.Χ.Ο
  • Το χορευτικό του συλλόγου Κρητών “Ο
  • ΤΑΛΩΣ” Πεύκης-Λυκόβρυσης
  • Ο ηχολήπτης του θεάτρου Σωτήρης Γρέμος
  • Οι φίλες εθελόντριες που  προσφέρανε
  • τον μπουφέ
  • Ο φωτογράφος Μανώλης Καζεράκης και οι
  • συνεργάτες του
  • Το ΒΟΟΚΙΑ
  • Όλο το Δ.Σ. του Συλλόγου Κρητών Πεύκης
Το χρονολόγιο της εκδήλωσης
Η εκδήλωση ξεκίνησε με το καλωσόρισμα του πρόεδρου προς το κοινό που ασφυκτικά είχε γεμίσει το θέατρο και συνέχισε με το χορευτικό του συλλόγου χόρεψε συρτό επι την μουσική του Γρήγορη Αλυσσανδρακη.
Ακολούθησε βίντεο: ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ από το μουσείο του ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ στην
Κρήτη, έπειτα η ομιλία της Εμμανουέλα Τσώρου για τον καπετάν Μιχάλη και ύστερα βίντεο: ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΝΗΣΙ
Ακολούθησε ο χορός μαλεβιζιώτης από το χορευτικό του συλλόγου και η ομιλία της Σταυριανής Στεφάνου για τον Ζορμπά
Ακολούθησε βίντεο: ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΖΟΡΜΠΑ ( χορός Α. Κουίν ) με χορευτικό ΣΥΡΤΑΚΙ ΖΟΡΜΠΑ από το χορευτικό όμιλο ΕΛ.ΠΑ.Χ.Ο. καθώς και ομιλία για τον ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ από τον λαογράφο και χοροδιδάσκαλο Γεώργιο Φραγκάκη.
Ακολούθησε θεατρικό: απόσπασμα από το Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ που έκλεισε με το χορευτικό του συλλόγου μας με το χορό ΠΕΝΤΟΖΑΛΗΣ.
Και στον επίλογο με τον ηθοποιό Χρήστο Φωτίδη και τον συγγραφέα Σπύρο
Πετρουλάκη διαβάστηκε το παρακάτω κείμενο:
Σάββατο. Ούτε καν Κυριακή. Πριν κλείσει η βδομάδα. Σάββατο 26 Οκτωβρίου 1957.
 
Το Χάρο δεν τον ε-νοιάζει η μέρα, η ώρα, ο τόπος και ποιον θα πάρει. Κάνει μόνο τη
δουλειά του. Δίχως να παίξει μάτι, δίχως να λιγοψυχήσει. Μα εκείνο το Σάββατο
στάθηκε για λίγο. Κοίταξε τον άντρα.
 
«Τι με κοιτάς; Άντε ξεκίνα», του είπε και σαν να πήρε πάνω του ένα δράμι ζωής
εκείνο το σαρκίο. Εκείνο το απομεινάρι του ανθρώπου επάνω στο κρεβάτι του
θανατικού.
 
Κοντοστάθηκε ο Χάροντας κι έσφιξε το δρεπάνι του στο χέρι.
 
«Δε με φοβάσαι;»
 
«Ίντα να φοβηθώ; Τα ‘χω βάλει με πιο μαύρους από σένα…», γέλασε και
ανασηκώθηκε τόσο όσο να μην τον έ-βρει το χτύπημα ξαπλωμένο. Σαν να τον
ξεγέλασε για λίγο…
 
«Που διάολο τη βρίσκει τη δύναμη, τούτη τη στερνή την ώρα;», σκέφτηκε ο
Χάρος να τον ρωτήσει, να μάθει. Σπάνια έβλεπε άντρες σαν και του λόγου του.
Άντρακλες μέχρι εκεί πάνω, θεριά ολόκληρα του σπαθιού, που θα έστυβαν
την πέτρα, μόλις τον αντίκριζαν δείλιαζαν. Κιότευαν έτοιμοι να το
βάλουν στα πόδια κι αυτός εδώ… ένα ανθρωπάκι μια σταλιά επάνω στο κρεβάτι
του νοσοκομείου… Κούνησε το κεφάλι του ο Χάρος. Τέτοιοι άντρες δεν φοβούνται
μήτε θεούς μήτε και δαιμόνους. Τέτοιοι άντρες έχουν τον τρόπο να μένουν
αθάνατοι.
 
Άδικος κόπος σκέφτηκε μα έπρεπε να κάνει τη δουλειά του. Σήκωσε το δρεπάνι
με τέχνη περισσή μα ένας ήχος σαν πνοή ανέμου τον σταμάτησε. Τέντωσε το αυτί
του ο Χάροντας να αφουγκραστεί. Πνοή θεού και ψίθυρος αγγέλων.
 
Αναντράνισε κι ο άντρας στο άκουσμα και πάτησε τα πόδια του κάτω. Λίγο ακόμα και
θα σηκωνόταν. Δεν τα επέτρεπε αυτά ο Μαύρος μα ο ήχος έγινε τραγούδι. Αχνό
και αδύναμο στην αρχή, λες κι ερχόταν από τα πέρατα του κόσμου. Από τον πιο
άγριο μα συνάμα και τον πιο όμορφο τόπο… την Κρήτη.
 
Ο άντρας έστρωσε τα μαλλιά και το μουστάκι του και στάθηκε όρθιος
απέναντί του. Τώρα ήταν άντρας προς άντρα. Δεν πάλεψαν, μόνο κοντοστάθηκαν
να ακούσουν.
 
«Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι, να χαράκι…»
 
Ανατρίχιασαν κι οι δυο τους λες κι ήταν απ΄ τον ίδιο τόπο αδέλφια, λες κι είχαν
τα ίδια πατήματα.
 
«Κάθεται ένα αητός, κάθεται ένα αητός…»
 
Ο Χάρος πήρε μια ανάσα. Έπρεπε να τελειώνει με ετούτον εδώ, αρκετά είχε
καθυστερήσει. Μα τα ξερακιανά του χέρια έμεναν ακίνητα επάνω στο δρεπάνι. Λες
και τον μάγευε το τραγούδι.
 
«Κάθεται ένα αητός Βρεγμένος χιονισμένος ο καημένος…»
 
Ποια δύναμη είχε εκείνη η βοή, εκείνο το ριζίτικο τραγούδι και πως στο καλό
έφτανε από την Κρήτη ως το Φράιμπουργκ της Γερμανίας για να τρυπώσει σε αυτό
εδώ το σανατόριο του διαβόλου;
 
Ο άντρας σαν να άκουσε τις σκέψεις του: «Δεν τραγουδούν ανθρώπων στόματα… η
γης τραγουδά…» του είπε και έστησε αυτί.
 
«Και παρακαλεί, και παρακαλεί…»
 
«Η γης με τα δεντρά της, τα όρη και τα φαράγγια της λαλούνε…»
 
«Και παρακαλεί τον ήλιο να ανατέλλει, να ανατείλει…»
 
«Άκου, άκου» τον προκάλεσε «να κι οι νύμφες που κανάκευαν το Δία και τα
αγρίμια και οι αετοί και οι λεβέντες οι Μινωήτες, άκου…»
 
«Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε…»
 
Ο άντρας έστεκε και αγνάντευε έξω και οι αισθήσεις του, γιαλός ολάκερος σαν
τα ταξίδια που ‘χε κάνει, έβλεπαν την Κρήτη, τη άκουγαν, μύριζαν τα σπάνιά
της. Δίκταμο και φασκόμηλο κάλυψαν κάθε μυρωδιά φαρμάκου και αντισηπτικού. Κι
έγινε ο θάλαμος καράβι να τον πάρει και να τον ταξιδέψει στο νησί του.
 
«Ήλιε ανάτειλε, ήλιε λάμψε και δώσε, για να λιώσουνε, για να λιώσουνε…»
 
Ήξερε ότι πέθαινε ήξερε ότι έσβηνε, μα τώρα δεν τον ένοιαζε. Ίσως και ποτέ να
μην τον ένοιαζε. Γύρισε και κοίταξε τον Χάρο… «Κλαίεις μωρέ;» τον ρώτησε και
στάθηκε πάλι μπροστά του. Μια λεμονιά σε κάποια ασβεστωμένη αυλή άνθισε κι
ευώδιασε ο κόσμος λες κι ήταν άνοιξη.
 
«Για να λιώσουνε τα χιόνια απ τα φτερά μου και τα κρούσταλλα…»
 
Το τραγούδι του ουρανού έφτανε στο τέλος του μα εκείνος παλικάρι. Άνοιξε τα χέρια του σαν να έλεγε στον Χάρο ότι ήρθε η ώρα να τον κατεβάσει από τον δικό του σταυρό. Μια μάνα, η Κρήτη, τον
καρτερούσε στοργικά για να τον κλείσει σαν μωρό μέσα στην παντοτινή αγκαλιά
της.
 
Σήκωσε εκείνος το δρεπάνι κι ο άντρας τη στερνή του ώρα χαμογέλασε που έστω και για λίγο, για ένα μόλις ριζίτικο τραγούδι είχε καταφέρει να ξεγελάσει τον ίδιο τον Χάρο. Δεν φοβόταν τίποτα…
ήταν λέφτερος…
 
«και τα κρούσταλλα από τα ακρα-νυχά ακράνυχα μου Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε…»
Η εκδήλωση έκλεισε με κέρασμα από κρητική τσικουδιά και νόστιμες λιχουδιές που θύμιζαν Κρήτη , προσφορά του συλλόγου προς τους καλεσμένους που παρακολούθησαν με σεβασμό την εκδήλωση.

 

Στέλιος Γρηγοράκης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top