Ρεθεμνιανές αναμνήσεις

Του Δημήτρη Ποθουλάκη

Το νόστο ν’ αποχωριστώ στην ξενιτιά δεν μπόρεσα,

νωχελικά πολλές φορές, στη θύμηση   μου φέρνει,

τον τόπο που γεννήθηκα, στον κόρφο του που χώνεψα,                                                        στη  χωροπούλα την παλιά, γλυκιά   αγαπημένη.

 

Το κάστρο της Φορτέτζας μας να ξεπροβάλει γκρίζο,

περήφανος τα πέλαα, δραγάτης ν’ αγναντεύει.

Καμπαναριό και Μιναρέ με πόθο  ν’ αντικρίζω,

το Φάρο δέος, θαλπωρή  κι  ελπίδα  ν’ αποπνέει!

 

Το πατρικό σπιτάκι μου, τώρα καφέ, φαγάδικο,

τουρίστες να φιλοξενεί, κόσμο, ανθρωπομάνι

και το πεσμένο το παλιό, ρολόι βενετσιάνικο,

αντίκρυ  στο εργοστάσιο, του Γιώργη του Γαγάνη.

 

Στο φόρτε ο Κιουλούμπασης απ’ το κοπελομάνι,

παιχνίδια, ξεφαντώματα, τα πάνινα τα τόπια.                                                           Χαρταετοί πολύχρωμοι, βαβούρα στο λιμάνι,

τον Πρόδρομο να διαλαλεί τυρόπιτες, σιρόπια.

 

2

Στο Μανουσάκι τακτικές του Γαλιανού οι κόρες,

τσαλαβουτούν  πρωί, πρωί, προτού ο  ήλιος σκάσει,

η  ηλιοθεραπεία τους γίνεται με τις ώρες,

και επιστρέφουν χαρωπές προτού μεσημεριάσει.

 

Χάβρα σωστή να επικρατεί πέριξ του τελωνείου,

φωνές από καραγωγείς, έμπορους, και εργάτες,

στου Χαμαράκη ο χαμός, μέχρι του πρακτορείου,

χαμάληδες να κουβαλούν τσουβάλια εις τις πλάτες.

 

Κόσμος, λεμβούχοι, ναυτικοί, και τα  γρι-γρι αράδα,

βαστάζοι  απ’ την κούραση κι  από την πείνα χάλια,                                                         γεια σου παντέρμο Ρέθεμνος, ζήτω μαμά Ελλάδα,

γεμάτες ως τα μπούνια τους μαούνες με τσουβάλια!

 

Ο  Εωσφόρος  άρμενο,  αρόδο  παλαντζάρει,

ο Νίκος ο μηχανικός  τρίβει τη  λαμαρίνα,

πυκνό  καπνό το ρυμουλκό, το κάρβουνο «φουμάρει»,

κι ο μούτσος στο καπόνι του να λιώνει στη φασίνα.

 

Ψαράδες να  νετάρουνε δίκτυα και παραγάδια,

μανάβηδες που  κουβαλούν συνέχεια τελάρα,

εργάτες να  φορτώνουνε σαπούνια, κίτρα, λάδια,

χαρούπια και δαφνόφυλλα,  σακιά όλα τα κάρα.

 

Αργοπορεί  ο Τζαμαλής, μ’ ήλιο  πιάνει μπουγάζι,

στ’ αραξοβόλι λάμνοντας το  μπότι  ρεμεντζάρει.

Απίκο στο ξεψάρισμα, κι ο Χότζας να γκρινιάζει,

σκουλιόπετρες δεν άφησαν γερό ψάρι για ψάρι.

 

Στην  αποβάθρα ο Φραγκιάς επιστατεί στη ράδα,

φωνάζει και χειρονομεί, κάποιος τον εκνευρίζει,

οι  επιβάτες βλοσυροί  στη βαποροβαρκάδα,

στριμώχνονται  στον πάγκο τους και  η κουβέρτα τρίζει!

 

Στα κτελ,  κι αλλού  συνωστισμός από τα σκολιαρούδια,

στην προκυμαία αδιάκοπα ο κόσμος να βολτάρει,

στο νυφοπάζαρο χαμός, φουρνιές τα κοπελούδια

και χαιρετούν κατάλευκοι απ’ το φανάρι. οι γλάροι.

 

Στο «Εθνικό» κόσμος πολύς. Στην «ΙΔΗ» του Μαγγία,

φωνές,  μπιλιάρδα, μουσική, κι ο κάπελας στο πόδι.

Στου Ηλιάδη ρεφενέ, μεθυστικό  μαγεία,                                                                       ουζάκι και στα  κάρβουνα το λιόκαυτο  χταπόδι.

 

Πλάνο εικαστικό εφέ,  σιγόντο   μελτεμάκι,

Αύγουστος με πανσέληνο, γιορτή η προκυμαία,

παίζει με το ατίθασο που σμίγει κυματάκι,                                                                 θύσανοι φίνοι χορευτές, ανοίγουν την αυλαία!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top